εξαναπληρώ

εξαναπληρώ
ἐξαναπληρῶ, -όω (Α)
1. αναπληρώνω τελείως, συμπληρώνω («καίτοι πῶς εἰσι δίκαιοι, ταῡτα μὲν ὕστερον ἐξαναπληροῡν», Δημοσθ.)
2. παθ. ανανεώνομαι («ἐξαναπληροῡται [ὁ φλοιός] πάλιν σχεδὸν ἐν τρισίν ἔτεσιν», Θεόφρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνεξαναπληρώ — όω, Α αναπληρώνω μαζί ή ταυτοχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξαναπληρῶ «αναπληρώνω τελείως, συμπληρώνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”